Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Οι Επισκέπτες

Δεν ξέρω αν είναι σώφρον για τον συντάκτη ενός κειμένου να αναιρεί τον τίτλο του κειμένου του από την πρώτη κιόλας παράγραφό του. Αλλά.. Προκειμένου να παρουσιαστεί με σαφήνεια το νόημα και τα περιγραφόμενα γεγονότα και να αποφευχθούν παρεξηγήσεις του τύπου “επισκέπτες; αααααααααααααα!! εξωγήινοι στο Gulbene!” καλό θα ήταν να μπει η υποσημείωση : όπου “επισκέπτες” διαβάστε οι “επισκέπτριες”.

Μου αρέσουν οι άνθρωποι που είναι απλοί και ξεκάθαροι. Και ευγενικοί. Και ειλικρινείς και αυθόρμητοι. Και καθόλου τυπικοί. Τέτοιος άνθρωπος είναι η Valeria. Με τη Valeria είχαμε περάσει κάποτε έναν πολύ μακρύ και ενδιαφέροντα Αύγουστο, πολύ μακρυά από το μεσογειακό δεδομένο και των 2 μας για το τι εστί Αύγουστος. Το μεσογειακό μας ταμπεραμέντο όμως(πολύ πιο έντονο στη Valeria – ξέχασα να πω, η Valeria είναι Ιταλίδα – όχι από την Κυψέλη) μας έφερε κοντά, αντιμετωπίσαμε, νομίζω επιτυχώς τις αντιξοότητες και την τεράστια (όχι σε επίπεδο αξίας, σε επίπεδο μεγέθους) αντίπαλό μας , είχαμε τις εντάσεις, τις απογοητεύσεις και τα κλάματα του φινάλε, λογικά πράγματα, ανθρώπινα. Ήταν η πρώτη μου ενασχόληση με νέους στο επίπεδο “είσαι στα άπατα, αν δεν κολυμπήσεις πνίγεσαι” και χωρίς τη Valeria δεν ξέρω αν θα τα είχα καταφέρει – καλύτερα – χωρίς τη Valeria μάλλον δε θα τα είχα καταφέρει.

Με το που ήρθα εδώ λοιπόν έγινε και σε αυτήν η πρόσκληση, με τον ίδιο τρόπο που έγινε σε πολλούς, και αν στους περισσότερους φάνταζε τυπική και ευγενική, στη Valeria φάνηκε μάλλον όπως είναι, άμεση και ειλικρινής, γιατί λίγες μέρες μετά έστειλε μήνυμα “δεν πήγα πουθενά όλο το καλοκαίρι, έχω 5 μέρες άδεια, δεν ξέρω τι να τις κάνω , να έρθω να σας δω;” και όταν πήρε καταφατική απάντηση είπε το πολύ γλυκό “είστε 2 άνθρωποι που ξέρω πολύ λίγο, εσένα(=εμένα) ακόμα λιγότερο, αλλά σας θεωρώ δικούς μου ανθρώπους και περιμένω πώς και πώς τη στιγμή που θα σας ξαναδώ”.

Οι μπεκρήδες Λετονοί
Ο άλλος άνθρωπος ήταν η Maija. Ήταν παρούσα, ενεργά παρούσα στην καθημερινότητα, ελάχιστα παρούσα στη δουλειά και διακριτικά (αλλά πολύ ουσιαστικά στο κομμάτι “κουτσομπολιό και γέλιο”) παρούσα στις κόντρες με την “big girlfriend”, εκείνου του Αυγούστου. Για τη Maija δε θέλω να πω περισσότερα, το κομμάτι που είναι αφιερωμένο σε αυτή είναι σχεδόν έτοιμο.

Η Valeria ήρθε Τετάρτη. Αργά. Πέρασε την πρώτη μέρα της στη Ρίγα με Maija και Anna και τώρα που το σκέφτομαι, και το μεγαλύτερο μέρος της δεύτερης μέρας εκεί το πέρασε. Τυχερή ήταν, γύρισε στην πόλη, έβγαλε φωτογραφίες με τα περισσότερα αγάλματα, τους έκανε και καλό καιρό (στο Gulbene έβρεχε καταρρακτωδώς, αποχαιρετιστήρια του καλοκαιριού βροχή)..

Πέμπτη βράδυ, με το τελευταίο λεωφορείο, Valeria και Maija έφτασαν στο Gulbene. Ο οδηγός τους άφησε στο Maxima (να το θυμάστε αυτό όσοι σκοπεύετε να με επισκεφτείτε, θα σας το θυμίσω κι εγώ, ερχόμενοι από Ρίγα πρέπει να πείτε στον οδηγό να σας αφήσει στο Maxima, supermarket στο κέντρο της πόλης, η άλλη εναλλακτική είναι να κατεβείτε στο σταθμό, δε λέω, ωραία είναι, αλλά είναι μια ώρα περπάτημα για το σπίτι, είναι εντελώς στην άλλη άκρη της πόλης – κι όποιος πει “ε σιγά, θα πάρουμε ταξί”, καλύτερα ας μείνει στη Ρίγα.).
Η Maija μου είπε, μέρες μετά, με διάθεση πειράγματος και όχι πειραγμένη “κάθε φορά που συναντιόμαστε, ένα μεγάλο χαμόγελο σκάει στο πρόσωπό σου.. αλλά εκείνο το βράδυ, με το που μας είδες Έλαμψες”. Τι να πω.. Ίσως να έχει δίκιο.. Σηκώθηκαν και οι 2 από τη βολή τους και ήρθαν στη “μέση του πουθενά” για να με δουν – οι πρώτοι μου επισκέπτες. Κάποια πράγματα είναι ανεκτίμητα. Κι αν η μεταμόρφωση της φάτσας μου σε φανάρι ήταν το αντίτιμο, νομίζω άξιζε τον κόπο.

Ατελείωτο, ασταμάτητο, έντονο μπούρου μπούρου στο σπίτι. Πήγε αργά κι εμείς εκεί, σαν να ήταν η τελευταία νύχτα του κόσμου, σαν να μην πρόκειται να ξανασυναντηθούμε ποτέ ξανά, έπρεπε να μοιραστούμε τα πάντα. Τι έγινε το χρόνο που δεν είχαμε ο ένας τον άλλον – τι κι αν τα μηνύματα κι η επαφή ποτέ δεν είχε σταματήσει- τους φόβους μας, τις προσδοκίες για το μέλλον, το παρόν, και ιστορίες από τα παλιά..
Valeria

Το άλλο πρωί ξυπνήσαμε (=με ξύπνησαν νωρίς). Ήθελαν – και καλά έκαναν, να δουν το Gulbene. Ο χρόνος μας εκεί ήταν περιορισμένος. Εξαιτίας μου (θα δείτε σε λίγο γιατί). Τους έκανα το tour της πόλης με όλα τα αξιοθέατα , τα κάστρα, τα πάρκα, τα αγάλματα των κύκνων, την πλατεία του ρολογιού, το στάδιο με τα μεγάφωνα που παίζουν μουσική όλη μέρα κάθε μέρα-σταματούν μόνο όταν παίζει η ομάδα, και, φυσικά, το μεγαλύτερο αξιοθέατο, το σιδηροδρομικό σταθμό (περισσότερα για το σταθμό σύντομα). Μπήκαμε στα βαγόνια, και μάλιστα στo lux, σώσαμε έναν τύπο από την αυτοκτονία – ή το κρύο, και μετά πίσω στο κέντρο νεότητας όπου – ώρα για δράση!- μας περίμενε ο Alvis, ένα παλικάρι από το Jaungulbene (jauns(διαβάζεται γιάουνς) =νέος, vec(διαβάζεται βετς)= παλιός, το δικό μου gulbene είναι το “Vecgulbene”, το vec παραλείπεται, τονίζεται μόνο όταν γίνεται σύγκριση με το νέο) για να μας πάει στον τόπο καταγωγής του όπου διοργανωνόταν η ημέρα νεότητας του Jaungulbene.

Το Jaungulbene, ένα μικρό χωριό, βρίσκεται 16 χιλιόμετρα από το Gulbene, αλλά πιο κοντά στον πολιτισμό, αν δεχτούμε την άποψη των κοριτσιών (εφόσον βρίσκεται 16χμ μακρυά από τη μέση του πουθενά, σημαίνει ότι η μέση του πουθενά είναι το κέντρο ενός κύκλου όπου οι βαθμίδες του “λιγότερο πουθενά” βρίσκονται σε ομόκεντρους κύκλους γύρω του και εγγύτερα σε σχέση με το χαρτογραφημένο “κάπου”, το οποίο “κάπου”, από τη στιγμή που είναι χαρτογραφημένο σημαίνει αυτόματα ότι βρίσκεται και πιο κοντά στον πολιτισμό – συγγνώμη για ό,τι προηγήθηκε, δεν κοιμήθηκα χτες, κόλλησα με μια (παλιά) σειρά, είδα 7 επεισόδια, μετά άρχισε να χιονίζει και χάζευα το χιόνι και το πρωί σηκώθηκα πολύ πρωί, είχαμε επισκέπτες γεωγράφους) και είναι χτισμένο γύρω από μια μεγάλη έκταση στην οποία, ανάμεσα σε υπαίθρια θέατρα, παρεκκλήσια και ταφικά μνημεία, ξεχωρίζει το “κάστρο”, το αρχοντικό της οικογένειας Von Woof ή Wolf ή κάπως έτσι τελοσπάντων, υπόσχομαι, στο επόμενο post που θα τους αναφέρω θα έχω μάθει πώς ακριβώς λέγονται, βαρόνων της περιοχής, τα δύο κάστρα στο Gulbene ήταν επίσης ιδιοκτησία τους. 

Jaungulbene


Η γιορτή ήταν καλά προσανατολισμένη στο βραδινό πάρτυ, άρχιζε κατά τις 10. Όταν φτάσαμε όμως ήταν 12 (μεσημέρι) κι έπρεπε να γεμίσει ο χρόνος. Αφού ακούσαμε το Rene και τη Vivian (δεν ξέρω πώς λέγονται, έτσι τους βαφτίσαμε ακούγοντάς τους..) 2 εκ των νικητών του ”Gulbene has talent”, (ναι υπήρξε και τέτοιο, διοργανώθηκε πριν έρθω, λογικά-ευτυχώς- χάνω και το επόμενο), και παίξαμε ένα δυο παιχνίδια που είχαν οργανώσει, παρακολουθήσαμε τον επίτιμο καλεσμένο να παίρνει το παιχνίδι πάνω του και να κρατάει με πολλές και διαφορετικές δραστηριότητες που είχαν αντικειμενικά μεγάλη επιτυχία, αφού το σκορπισμένο πλήθος μαζεύτηκε για να συμμετάσχει, κάναμε και λίγο τραμπολίνο, κανά σουτάκι στην μπασκέτα, περιήγηση στο κάστρο (που βρίσκεται σε άθλια-δυστυχώς- κατάσταση) και στο παρεκκλήσι (μετά το γεφυράκι πίσω από το κάστρο κάνουμε δεξιά, αριστερά είναι η πύλη του διαβόλου).
Το σκοτάδι έπεσε, το πάρτυ άρχισε, disco το έλεγαν, μόνο πριόνια έπαιζαν όμως, ήπιαμε, χορέψαμε, συμμετείχαμε..

Κάποια στιγμή όμως, έπρεπε να είμαι και συνεπής στις υποχρεώσεις μου. Εκείνο τον Αύγουστο, είχα ξεκινήσει να λέω στις κοπέλες τη Valeria, τη Maija και τη Hatice, μια κοπέλα από την Τουρκία, τώρα βρίσκεται στη Σουηδία, πολύ όμορφη, ξέρετε πώς είναι οι Τουρκάλες, ή του ύψους ή του βάθους, είχα ξεκινήσει λοιπόν να λέω.. Την πιο όμορφη ιστορία του κόσμου. Όπως το ακούτε. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο. Είχα μάλιστα ξεκινήσει να τη λέω ανάποδα, από το, κάθε άλλο παρά ευτυχισμένο, τέλος και πηγαίνοντας προς την αρχή. Τότε δεν είχα καταφέρει να ολοκληρώσω την ιστορία, η Valeria έλεγε αστειευόμενη ότι γι' αυτή την ιστορία και το φινάλε της (και μόνο) είχε έρθει στη Λετονία, σε ένα διάλειμμα του πάρτυ τους είπα το φινάλε (σύμφωνα με τη φορά της αφήγησης), δηλαδή την αρχή (εν αρχή ην ο ων).. Όχι, δε θα τη δείτε τη Μεγάλη Εβδομάδα, απέναντι από τον “Ιησού από τη Ναζαρέτ”.. Και το καλύτερο σε αυτή την ιστορία είναι ότι όταν είχα αρχίσει να τη λέω, επέλεξα να ξεκινήσω από το τέλος γιατί πίστευα ότι ήταν οριστικό. Έλα όμως που από τη στιγμή που πρωτοείπα το τέλος μέχρι τη στιγμή που την ολοκλήρωσα λέγοντας την αρχή, το τέλος είχε αποδειχτεί ότι δεν ήταν οριστικό και ότι “the game, mrs Hudson, is on”. Κι εφόσον το παιχνίδι παίζεται, έχουμε , με τη συγκεκριμένη παρέα, άλλον ένα λόγο κι αφορμή να ξανασυναντηθούμε ;-)

Το πάρτυ συνεχίστηκε παρά το κρύο και την εμφάνιση των σεκιουριτάδων που έπρεπε να προστατέψουν τον πανάκριβο εξοπλισμό, ώσπου κάποια στιγμή ο επίτιμος καλεσμένος κουράστηκε γιατί είχα ξυπνήσει νωρίς συν το γεγονός ότι είχαμε ταξίδι νωρίς την επομένη..

Ξύπνημα πρωί, στο λεωφορείο οι κοπέλες κοιμήθηκαν, εγώ έπιασα κουβέντα με δυο 19 χρονους που είχαν ξεκινήσει να πίνουν κατά τις 7 το πρωί και μέχρι την ώρα που φτάσαμε στη Ρίγα κατά τη 1(μεσημέρι) είχε πιει ο καθένας πάνω από 30 μπύρες, στη Ρίγα πήγαν για “να πιούμε, αυτό είναι το σαββατοκύριακό μας” , ενδιαφέρουσα εμπειρία, εφόσον οι υπόλοιποι νηφάλιοι Λετονοί δε μιλάνε για ό,τι άσχημο συμβαίνει στη χώρα, έπρεπε να τα μάθω από μικρό κι από τρελό- και μεθυσμένο.
Βόλτα στην πόλη, ντράπηκα λίγο, η Valeria τα ήξερε καλύτερα από μένα, επιτέλους όμως κι εγώ μπόρεσα να γνωρίσω τη Ρίγα, τις πλατείες και τα περισσότερα από τα αξιοθέατα της, σπίτι για λίγο, pizza από αλυσίδα, επιτέλους!είχα βαρεθεί την pizza pedro από το Μaxima και μετά, Riga by night.

Στη Ρίγα η έξοδος αρχίζει από το σπίτι. Μαζί με τις ετοιμασίες αρχίζει και η κατανάλωση αλκοόλ, όσο πιο πολύ, όσο πιο γρήγορα. Ό,τι μείνει μπαίνει σε μπουκαλάκια αναψυκτικών, εφόσον οι τιμές είναι (υπερβολικά) ψηλά σε μπαρ και σε κλαμπ. Αφού πήγαμε σε ένα σπίτι φίλων των κοριτσιών, όπου είδα τη μεγαλύτερη γάτα που έχω δει ποτέ, συνεχίσαμε σε κλαμπ, πρώην στέκι, το οποίο όμως δεν άρεσε και συνεχίσαμε στο επόμενο, στο οποίο όμως η μουσική ήταν άθλια οπότε καταλήξαμε πάλι στο γατόσπιτο. Όλη αυτή η γύρα μας πήρε τουλάχιστον κανά εξάωρο, προσπαθώ να βρω πού στο καλό φάγαμε τόσες ώρες και, ειλικρινά, δε βγάζω άκρη.

Το πρωί (Κυριακής) η Valeria έφευγε νωρίς. Μια τελευταία βόλτα στην πόλη, ένα δυσάρεστο γεγονός, μου έκλεψαν τη φωτογραφική μηχανή, στην υπόγεια διάβαση κοντά στο σταθμό λεωφορείων, είχα πολύ φουσκωμένο το σακίδιο και φαίνεται έγινε στόχος, κι ένα ευχάριστο γεγονός, όσο έμπειρη κι αν ήταν η κλέφτρα, δε θα πω το χαρακτηριστικό της, μη γεννηθούν υποψίες ότι συμπορεύομαι ιδεολογικά με το Σαρκοζί - αυτό μας έλειπε.. - ένιωσα ένα αεράκι και ασυνείδητα έψαξα το φερμουάρ, δεν ήταν στη θέση του, γύρισα, δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί, την κοίταξα, δε μίλησα, την έδωσε πίσω, είπα “thank u”, λεωφορείο, αεροδρόμιο, αναμονή και στα 2..

Τη Valeria τη φοβόμασταν. Γενικά είναι πολύ εκφραστική κοπέλα, μεσογειακή, και ιδιαίτερα ευσυγκίνητη. Είχαμε αρχίσει όμως από νωρίς να την “εκπαιδεύουμε” για τη στιγμή της αναχώρησης, την πλέον επίφοβη. Φαίνεται κάναμε καλή δουλειά, εφόσον, τουλάχιστον μπροστά μας, άντεξε. Βέβαια δεν ξέρω αν και πόσο είναι καλό αυτό, να καταπιέζουμε τα αισθήματα και τις εκφράσεις κάποιου άλλου. Αλλά προσωπικά είχα πραγματικά ανάγκη τη Valeria να ΜΗΝ κλάψει μπροστά μου. Την αγάπη της την είχα. Ότι πέρασε καλά εδώ το ήξερα. Κι αν κάτη ζητούσα από αυτή ηταν να μην κλάψει, εκείνη τη στιγμή ένιωθα ότι θα ήταν δάκρυ λύπησης για μένα που θα έμενα πίσω , σε περιβάλλον, που, κατά τη γνώμη της, στη διάρκεια πολλών συζητήσεων, δε μου ταίριαζε και πολύ..

Η Valeria επέστρεψε στο σπίτι της κοντά στη Μπολόνια, η Maija στο σπίτι της και στην Anna, κι εγώ έχασα το λεωφορείο κι επειδή έβρεχε και δεν είχα ομπρέλα, ξόδεψα τα τελευταία λεφτά του μηνιάτικου χωμένος σε μια πιτσαρία, απ' όπου , 3 ώρες μετά, πρέπει να βγήκα (τουλάχιστον) 3-4 κιλά βαρύτερος..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου